Ντεμπίνα

  • Ντεμπίνα

Κάντε κλικ στη φωτογραφία για zoom

€1,80

Βάρος: 0.10 Kg

Το προϊόν δεν είναι διαθέσιμο για παραγγελία αυτή τη στιγμή.

ΠληροφορίεςΓια περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο 26510 22282

Περιγραφή προϊόντος

Το όνομα Ντεμπίνα κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ιταλικό «de vino» -που σημαίνει σταφύλι του κρασιού - και αυτός είναι ο λόγος που εικάζεται ότι έχει ιταλική προέλευση. Απαντάται και σε άλλες περιoχές, όχι όμως σε τόσο μεγάλη έκταση. Σημαντική καλλιέργεια Ντεμπίνας γίνεται στην περιοχή της Ηπείρου. Καταλαμβάνει συνολικά μια καλιεργήσιμη έκταση περίπου 7.500 στρεμμάτων. Με βάση τα συνεταιριστικά στοιχεία Η καλλιέργεια της ποικιλίας Ντεμπίνα εντοπίζεται στην ευρύτερη αμπελουργική περιοχή της Ζίτσας του νομού Ιωαννίνων, όπου καταλαμβάνει έκταση 5.500 στρ. περίπου. Πρόκειται μάλλον για παλαιά αυτόχθονα ποικιλία της Ηπείρου, που κατά μια εκδοχή καλλιεργείται από τα τέλη του 16ου αιώνα και οφείλει την ονομασία της στο χωριό Ντάμπενι που βρίσκεται μεταξύ Καστοριάς και Κορυτσάς. Εξαιτίας πιθανόν της συγκεκριμένης περιοχής στην οποία αποκλειστικά απαντάται, δεν υπάρχουν ακριβείς αναφορές για την προέλευσή της ούτε και μνημονεύεται από τους αμπελογράφους του 18ου και του 19ου αιώνα. Για τους ίδιους λόγους δεν αναφέρονται συνώνυμα της ποικιλίας, πράγμα ασυνήθιστο για τις γηγενείς ελληνικές ποικιλίες αμπέλου, που κατά κανόνα συνοδεύονται από αριθμό συνωνύμων.

Λευκή γηγενής ποικιλια ζωηρή, παραγωγική, έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε διάφορα εδάφη αλλά ευαίσθητη σε ωίδιο, περονόσπορο, βοτρύτη, μολυσματικό εκφυλισμό και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Διαμορφώνεται κυρίως σε γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι(Royat) αλλά και κύπελλο και δέχεται κλάδεμα κοντό στα 2 μάτια. Ωριμάζει μέσα με τέλη Σεπτέμβρη και δίνει κρασιά ξηρά μέτριου αλκοολικού τίτλου, καλής οξύτητας, με διακριτικό άρωμα, όπως επίσης και ημιαφρώδεις οίνους.

 

Ως ποικιλία προσαρμόζεται εύκολα σε εδάφη πτωχά, ξηρά και ασβεστώδη. Καλλιεργείται σε 700 υψόμετρο σε αβαθή ασβεστολιθικά εδάφη, με μικροκλίμα που επηρεάζεται από τις θαλάσσιες αύρες που φτάνουν στην περιοχή μέσα από τα περάσματα που χάραξε ο Θύαμης κοντά στις όχθες του Καλαμά (παραπόταμος του Θύαμη-σήμερα οι δύο λέξεις ταυτίζονται). Τα πλούσια σε κάλιο εδάφη προσδίδουν αντοχή στις ασθένειες και ειδικότερα στο ωίδιο (ασθένεια του αμπελιού), εξασφαλίζοντας συγχρόνως την καλή ωρίμαση.

Οι αμπελώνες είναι εγκατεστημένοι με μεσημβρινή κατεύθυνση απαλλαγμένοι από υγρασίες την περίοδο του καλοκαιριού και από ψυχρά ρεύματα την περίοδο του χειμώνα. Η ντεμπίνα είναι ποικιλία πολύ ζωηρή και εύρωστη, η οποία μάλιστα σε υψηλές αποδόσεις ανά στρέμμα δεν παρουσιάζει μείωση στην ποιότητα των σταφυλιών, όπως συμβαίνει σε άλλες ποικιλίες. Το σταφύλι είναι κυλινδροκωνικό πυκνόρωγο, με μήκος γύρω στα 21 εκατοστά. Η ρώγα είναι μεσαίου μεγέθους, σφαιρική, με κιτρινοπράσινο χρώμα, μαλακή σάρκα, γλυκιά έως λίγο υπόξινη, κάτι που την κάνει ιδιαίτερα προσφιλή στις σφήκες.

Πρώτη η Ζίτσα (Ήπειρος περιοχή Ιωαννίνων) εισήγαγε την καλιέργια της Ντεμπίνας στην Ελλάδα και δημιούργησε ένα ροζέ ημίξηρο, λιγότερο ή περισσότερο αεριούχο κρασί που προέκυπτε από την οινοποίηση της λευκής Ντεμπίνας και των ερυθρών Μπεκιάρι και Βλάχικο. Ο αεριούχος χαρακτήρας του ήταν καθαρά θέμα τύχης και οφειλόταν στις κλιματολογικές συνθήκες και το ψυχρό καυ υγρό Ηπειρωτικό κλίμα της περιοχής που δεν άφηναν τα σταφύλια να ωριμάσουν εντελώς. Τι να κάνουν οι αμπελουργοί; Αναγκάστηκαν να σηκώνουν τις κλάρες του αμπελιού και να τις δένουν προς τα πάνω, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένα στον ήλιο τα τσαμπιά, για να ωριμάζουν περισσότερο. Αυτά ωρίμαζαν, αλλά ο μούστος που έδιναν είχε τόσο υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρα που δεν προλάβαινε να ζυμωθεί το Σεπτέμβρη/Οκτώβρη και πριν αρχίσουν να φυσάνε ξανά οι κρύοι αέρηδες από την Πίνδο - οι οποίοι σήμαιναν και τη λήξη της ζύμωσης. Σταματούσε, λοιπόν, αναγκαστικά η φυσική διαδικασία και ξανάρχιζε την άνοιξη με άφθονο ανθρακικό αέριο που σιγά - σιγά και εμπειρικά οι οινοποιοί της Ζίτσας έμαθαν να εγκλωβίζουν στα βαρέλια τους και να το διατηρούν μέχρι να καταναλώσουν όλο το κρασί. Όσο για το ροζέ χρώμα; Οφειλόταν στο ότι δεν έμπαιναν στον κόπο να χωρίσουν τα λευκά από τα κόκκινα σταφύλια - τα οινοποιούσαν μάλιστα με τις φλούδες και τα τσάμπουρα. Το κρασί αυτό σπάνια περνούσε τα όρια του νομού Ιωαννίνων. Δεν άντεχε, άλλωστε, στις μεταφορές.

 

Η Ντεμπίνα είναι μια καθαρόαιμη λευκή ελληνική ποικιλία κρασοστάφυλων, ντελικάτη και τραγανή. Τόπος καταγωγής της, η όμορφη Ζίτσα Ιωαννίνων, όπου καλλιεργείται στους λόφους και στις πλαγιές των έξι χωριών της φημισμένης Αμπελουργικής Ζώνης «Ζίτσα». Θεωρείται μοναδική στο είδος της, χάρη στα φρουτώδη, αριστοκρατικά και φινετσάτα άρωματά της, από  μήλο, αχλάδι και ροδάκινο, τα οποία σίγουρα σαγηνεύουν κάθε απαιτητικό οινόφιλο.

Μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν ήταν η βασική γηγενής ποικιλία, από την οποία οι αμπελουργοί της περιοχής έφτιαχναν το φημισμένο αφρώδες και ημιαφρώδες κρασί της Ζίτσας, γεγονός που της έχει χαρίσει τον τίτλο της ιδανικής ποικιλίας για παραγωγή κρασιών με φυσαλίδες. Ωστόσο, είναι κατάλληλη και για τη δημιουργία κομψών, νεανικών, λευκών ξηρών κρασιών, γι αυτό και δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε με νόμο ως ποικιλία για κρασιά Π.Ο.Π. (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης με τοπωνύμιο ΖΙΤΣΑ).

 

Κλάδεμα της Ντεμπίνας

Το αμπέλι όταν δεν κλαδεύεται αποκτά μεγάλες κληματίδες, τα τσαμπιά είναι μικρά όπως και οι ρόγες. Το κλάδεμα αφαιρεί μερικά τμήματα του φυτού, όπως κλάδους, βλαστούς, μάτια, φύλλα κλπ. και βοηθά στην αύξηση της παραγωγής, στην δημιουργία καλύτερης ποιότητας σταφυλιών και φυσικά παραγόμενων κρασιών. Παράλληλα το κλάδεμα δίνει σχήμα στο κλήμα και ρυθμίζει τη βλαστική του ανάπτυξη και ισορροπία.

Κλάδεμα της Ντεμίνας σε δύο κλάδους

Η ντεμπίνα δένεται γραμμικά(κορδόνια ή σύρματα) και όχι σε κυπελλοειδές σχήμα που εφαρμόζονταν παλιά σε απόσταση 50-120cm από το έδαφος (1 σιδερογωνία ανά 5-6 κλήματα). Το δέσιμο γίνεται συνήθως σε σύρμα με τη χρήση ειδικού μηχανίματος που ενώνει (συράφει) το κλήμα με το σύρμα με μία λεπτή ταινία που με τον καιρό κόβεται μόνη της. Εάν δέσετε το κλήμα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο (σύρμα, πλαστικά δεματικά, σχοινί) και το δέσιμο αυτό γίνει σφιχτά, τότε υπάρχεί διπλός κίνδυνός: Ή το προς δέσιμο υλικό θα εμποδίζει την ανάπτυξει του κλήματος δημιουργώντας του θρόμβους, ή (περίπτωση σύρματος) θα αδωμειωθεί από το κλήμα (θα γίνει ένα με το κλήμα) αρρωσταίνωντάς το (ερρίνωση-λεπτές στρογγυλές πίκες στο φύλλωμα με λευκό χνούδι από τη μία μεριά) και χαλώντας το σιγά σιγά. Γι αυτό καλό είναι να μήν πειστρέφουμε το κλήμα γύρο από το σύρμα αλλά να το δένουμε με κατάλληλη λεπτή ταινία.

Κλάδεμα της Ντεμίνας στα δύο μάτια

Για την Ντεμπίνα έχουμε τέσσερα είδη κλαδέματος:

  1. Αυστηρό χειμερινό κλάδεμα.
  2. Κόψιμο της Σαϊτας.
  3. Βλαστολόγημα.
  4. Πράσσινο (χλωρό κλάδεμα) ή κορφολόγημα.

Το χειμερινό κλάδεμα γίνεται το μήνα Φεβρουάριο (αρχές) η τις λεγόμενες και ώς αλκυωνίδες ημέρες (μέσα ή τέλη Ιανουαρίου, που ο καιρός είναι καλός σχετικά με τις υπόλοιπες μέρες του χειμώνα). Στο κλάδεμα αυτό αφαιρούνται όλα τα κλαριά του κλήματος (κληματσίδες) αφήνοντας 3-4 δεξιά και αριστερά του κορμού και σε μήκος από 3-4 μάτια. Κάποιοι βέβαια το χειμερινό κλάδεμα το κάνουν από 15-25 Φλεβάρη αφαιρώντας και τη σαϊτα (δηλαδή τα πάνω δύο μάτια από κάθε κληματόβεργα), αφήνοντας τελικά μόνο δύο μάτια στο κλήμα. Εκτελούν δηλαδή τα βήματα 1 και 2 με μία κίνηση (Αυστηρό χειμερινό κλάδεμα).

Στο παρακάτω σχήμα απεικονίζονται ο πεζός (το παλαιό κλήμα πάνω στο οποίο βίσκονταί οι κληματσίδες) και ο καβαλάρης (η καινούργια κληματσίδα που βγήκε από μάτι του παλαιού κλήματος). Ο βασικός κανόνας του κλαδέματος είναι: Κόβω τον πεζό και δένω τον καβαλάρη. Αυτό βέβαια δεν ισχύει πάντα. Είναι συνήθης πρακτική να κλαδεύουμε τον καβαλάρη στα δύο μάτια αφήμοντας τον πεζό να δυναμώσει (χοντρίνει). Ο κανόνας εφαρμόζεται όταν:

  • Ο πεζός είναι αδύνατος και αφυδατωμένος (ξεραμένος). Τότε κρατάμε και δένουμε τον καβαλάρη που είναι πιό κοντα στον κορμό του κλήματος και κόβουμε τον πεζό
  • Λόγω κακού κλαδέματος (εφαρμόζουμε τον κανόνα 1)
  • Για επέκταση του κλήματος πάνω στη γραμμή σύρματος (δένουμε τον τελευταίο στον πεζό καβαλάτι κρατώντας 5-6 μάτια στην ίδια γραμμή με τον πεζό, δεν κόβουμε τον πεζό.

Το κλάδεμα της σαϊτας γίνεται περί τα τέλη Φεβρουαρίου και έχει να κάνει με την αφαίρεση των πάνω δύο ματιών από τα κλήματα (Συνήθως αυτό γίνεται όταν οι κληματόβεργες είναι γερές, αλλιώς κόβουμε μόνο το ένα μάτι).

Το βλαστολόγημα γίνεται συνήθως το Πάσχα (τέλη Απριλίου) και έχει να κάνει με την αφαίρεση των μή επιθυμητών βλαστών από τον κορμό καθώς και από τις κληματσίδες.

Το κορφολόγημα γίνεται συνήθως περί τα τέλη Μαϊου και συνεχίζεται μέχρι και τις αρχές του Σεπτέμβρη και έχει να κάνει με την αφαίρεση των άρρωστων φύλλων του κλήματος ή κάποιων από τα φύλλα αν είναι πολλά (ξεφύλλισμα), καθώς και το κορφολόγημα (δηλαδή το κόψιμο των κορυφών του κλήματος που προεξέχουν από το τελευταίο σύρμα της γραμμικής συστοιχίας της άμπελου.

Ακόμα καλό είναι τα διάφορα περιφερικά δέντρα να τα κλαδεύουμα για να μή σκιάζουν τα πρέμνα. Δώστε βάση στην παρακάτω διήγηση: Καταμεσής σε ένα αμπέλι που έχω υπάρχει μία μεγάλη αμυγδαλιά η οποία μου σκίαζε και μου χάλαγε την παραγωγή από περίπου 5-6 πρέμνα που ήταν από κάτω. Η πρώτη σκέψη ήταν βέβαια να την κόψω, αλλά μετά ώριμη θεώρηση σκέφτηκα μερικά δεδομένα όπως τα ποντίκια που με συμφέρει να χορταίνουν με αμύγδαλα, τα πουλιά που τρώνε τις σφήκες τα τζιτζικάκια, το λίπασμα που γίνεται με τα φύλλα και τα αμύγδαλα που πέφτουν και άλλα πολλά με κυριώτερο το γεγονός ότι απέφυγα να σκοτώσω κάτι που η φύση έκανε πάνω από 100 χρόνια να φτιάξει. Τελικά το δένδρο έμεινε κλαδεύτηκε λίγο αυστηρά και ψηλά αραίωσε και όλοι είμαστε ευχαριστημένοι. Παραθέτω και σχετική βιβλιογραφία: "Περιβαλλοντική γεωργία", Γιάννης Πολυράκης, Εκδ. Ψύχαλος.